I. geist·lich [ˈgaistlɪç] ΕΠΊΘ
II. geist·lich [ˈgaistlɪç] ΕΠΊΡΡ
-
- Geistliche θηλ <-n, -n>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.