στο λεξικό PONS
Werk·zeug·ma·cher(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Li·ni·en·werk·zeug <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ Η/Υ
Kar·ten·werk <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Schneid·werk·zeug ΟΥΣ ουδ ΤΕΧΝΟΛ
Tat·werk·zeug ΟΥΣ ουδ
Uni·ver·sal·werk·zeug ΟΥΣ ουδ
Bohrwerkzeug ΟΥΣ
- Bohrwerkzeug ουδ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Werkzeugkosten ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Spezialwerkzeug ΟΥΣ ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.