στο λεξικό PONS
Fleisch·be·schau·er(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Fleisch·es·ser(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Fleischesser(in)
-
Fleisch·hau·er(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) A (Fleischer)
- Fleischhauer(in)
-
Rind·fleisch·sup·pe <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Fleisch·spieß <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Fleisch·stück·chen ΟΥΣ ουδ
Fleisch·stück <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Pferdefleischskandal ΟΥΣ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Kalbfleischterrine ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Surfleisch ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Schweinefleischpaste ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Schöpsenfleisch ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Kalbfleischgalantine ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kaiserfleisch ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Krenfleisch ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
Kalbfleischpastete ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Gänsefleischpaste ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Kalbfleischröllchen ΟΥΣ ουδ ΜΑΓΕΙΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.