Flüss·chen, Flüß·chenπαλαιότ <-s, -> [ˈflʏsçən] ΟΥΣ ουδ
Fluss <-es, Flüsse> [flʊs, πλ ˈflʏsə], Flußπαλαιότ ΟΥΣ αρσ
1. Fluss (Wasserlauf):
2. Fluss (kontinuierlicher Verlauf):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.