στο λεξικό PONS
In·dex <-[es], -e [o. Indizes]> [ˈɪndɛks, πλ ˈɪnditse:s] ΟΥΣ αρσ
2. Index (statistischer Messwert):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Dow Jones Industrial Index ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Double
- Doublé
- Double Top
- doublieren
- Douglasfichte
- Dow Jones Industrial Index
- Dow Jones STOXX
- Dow Jones STOXX 50
- Dow Jones Transportation Index
- down
- Downhill-Mountainbiking