στο λεξικό PONS
Aus·gangs·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Ausgangspunkt (Beginn):
- Ausgangspunkt einer Reise a.
-
2. Ausgangspunkt ΜΑΘ:
Ta·ges·ord·nungs·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Ver·hand·lungs·punkt ΟΥΣ αρσ
An·fangs·pha·se ΟΥΣ θηλ
Ori·en·tie·rungs·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
An·knüp·fungs·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Aus·las·sungs·punk·te ΟΥΣ πλ
-
- ellipsis ειδικ ορολ
Be·rüh·rungs·punkt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Berührungspunkt (Punkt der Übereinstimmung):
2. Berührungspunkt ΜΑΘ:
Flo·ckungs·punkt ΟΥΣ θηλ ΧΗΜ, ΤΕΧΝΟΛ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anfangspassiva ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
Zahlungspunkt ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Anfangsaktiva ΟΥΣ πλ ΛΟΓΙΣΤ
Anfangszahlung ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Anfangsauszahlung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Anfangssaldo ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Anfangsdatum ΟΥΣ ουδ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Anfangskurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Anfangsstadium
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.