στο λεξικό PONS
Be·wil·li·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Bewilligung (das Bewilligen):
2. Bewilligung (schriftliche Genehmigung):
Lö·schungs·be·wil·li·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Bau·be·wil·li·gung ΟΥΣ θηλ
Ein·rei·se·be·wil·li·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Be·wil·li·gungs·in·ha·ber(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Be·wil·li·gungs·be·scheid <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Be·wil·li·gungs·ge·such ΟΥΣ ουδ
Haus·halts·be·wil·li·gung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΠΟΛΙΤ
Kre·dit·be·wil·li·gung <-, -en> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Aus·nah·me·be·wil·li·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kreditbewilligung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Billigungsklausel ΟΥΣ θηλ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Blutalkoholgehalt ΟΔ ΑΣΦ
Alkoholtest ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.