volant [vɔlɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. volant ΑΥΤΟΚ:
2. volant ΤΕΧΝΟΛ:
-
- Schwungrad ουδ
-
- Schwungscheibe θηλ
3. volant (garniture):
5. volant (réserve):
6. volant ΑΕΡΟ (personnel volant):
- volant πλ
- Flugpersonal ουδ
volant(e) [vɔlɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. volant (qui vole):
2. volant (mobile):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- douane volante
- Zollstreife θηλ
- machine volante
- Luftfahrzeug ουδ
- brigade volante
- forteresse volante
- Jagdbomber αρσ
- soucoupe volante