soldat [sɔlda] ΟΥΣ αρσ (f une femme soldat; une soldate: οικ)
1. soldat:
2. soldat ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
3. soldat (militant):
II. soldat [sɔlda]
-
- Feuerwehrmann αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.