I. maximum <maximums> [maksimɔm] ΕΠΊΘ
II. maximum <maximums> [maksimɔm] ΟΥΣ αρσ
- maximum
- Maximum ουδ
- maximum
- Höchstmaß ουδ
- maximum ΝΟΜ
- Höchststrafe θηλ
- maximum ΜΑΘ
- Maximum
- s'amuser/s'éclater/travailler un maximum οικ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.