möglichst [ˈmøːklɪçst] ΕΠΊΡΡ
1. möglichst:
- möglichst groß/unauffällig
-
2. möglichst (wenn irgend möglich):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.