I. unauffällig ΕΠΊΘ
II. unauffällig ΕΠΊΡΡ
- unauffällig sich benehmen, sich kleiden
-
- unauffällig verschwinden, folgen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.