I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
2. ouvrage (livre):
3. ouvrage (fortification):
4. ouvrage (travail):
III. ouvrage [uvʀaʒ]
ouvragé(e) [uvʀaʒe] ΕΠΊΘ
doublage [dublaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. doublage:
- doublage d'un film
- Synchronisation θηλ
2. doublage:
- doublage d'une étoffe
- Unterlegen ουδ
II. bourrage [buʀaʒ]
bourrage οικ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.