demi [d(ə)mi] ΟΥΣ αρσ
II. demi [d(ə)mi]
demi(e) [d(ə)mi] ΕΠΊΘ, ΕΠΊΡΡ
demi-barrière <demi-barrières> [d(ə)mibaʀjɛʀ] ΟΥΣ θηλ
-  
-  Halbschranke θηλ
demi-botte <demi-bottes> [d(ə)mibɔt] ΟΥΣ θηλ
-  
-  Halbstiefel αρσ
demi-canton <demi-cantons> [d(ə)mikɑ͂tɔ͂] ΟΥΣ αρσ CH
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
