I. étudiant(e) [etydjɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
II. étudiant(e) [etydjɑ͂, jɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
estudiantin(e) [ɛstydjɑ͂tɛ͂, in] ΕΠΊΘ
II. mendiant(e) [mɑ͂djɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ ΘΡΗΣΚ
-
- Bettelorden αρσ
aboutissants
aboutissants → tenant
I. tenant(e) [tənɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
tenant → séance
II. tenant(e) [tənɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. tenant συνήθ πλ (partisan):
- tenant(e)
-
2. tenant ΑΘΛ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.