aboutissants
aboutissants → tenant
I. tenant(e) [tənɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
tenant → séance
II. tenant(e) [tənɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. tenant συνήθ πλ (partisan):
- tenant(e)
-
2. tenant ΑΘΛ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.