I. tenant(e) [tənɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
tenant → séance
II. tenant(e) [tənɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. tenant συνήθ πλ (partisan):
- tenant(e)
-
2. tenant ΑΘΛ:
séance [seɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. séance ΚΙΝΗΜ, ΘΈΑΤ:
2. séance (période):
3. séance (réunion):
5. séance ΙΑΤΡ:
tenant αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- séance tenante