chèque [ʃɛk] ΟΥΣ αρσ
1. chèque (pièce bancaire):
II. chèque [ʃɛk]
chèque αρσ
chèque-restaurant <chèques-restaurant> [ʃɛkʀɛstɔʀɑ͂] ΟΥΣ αρσ
chèque-vacances <chèques-vacances> [ʃɛkvakɑ͂s] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
traveleur's chèqueNO [tʀavlœʀz ʃɛk], travellerOT, traveller's checkOT, traveller's chèqueOT, traveler's chèqueOT ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.