tir [tiʀ] ΟΥΣ αρσ
1. tir ΣΤΡΑΤ:
2. tir:
- tir (projectile tiré)
- Schuss αρσ
- tir ΣΤΡΑΤ (série de projectiles)
- Feuer ουδ
- tir ΣΤΡΑΤ (série de projectiles)
- Beschuss αρσ
- tir continu
-
3. tir:
- tir (stand)
- Schießstand αρσ
- tir (forain)
- Schießbude θηλ
4. tir ΠΟΔΌΣΦ:
II. tir [tiʀ]
T.I.R. [tiʀ] ΟΥΣ αρσ πλ
T.I.R. συντομογραφία: transports internationaux routiers
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.