Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


rigour|eux (rigoureuse) [ʀiɡuʀø, øz] ΕΠΊΘ
1. rigoureux (sévère):
2. rigoureux (rude):
3. rigoureux (conduit avec précision):


στο λεξικό PONS


rigoureux (-euse) [ʀiguʀø, -øz] ΕΠΊΘ


rigoureux (-euse) [ʀiguʀø, -øz] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.