Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
manège [manɛʒ] ΟΥΣ αρσ
1. manège (de fête foraine):
2. manège ΙΠΠΑΣ:
3. manège (piste de cirque):
- manège
-
4. manège (pour puiser):
- manège ΓΕΩΡΓ, ΤΕΧΝΟΛ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.