Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
indoor [βρετ ˈɪndɔː, αμερικ ˈɪndɔr] ΕΠΊΘ
- indoor pool, tennis court
-
- indoor lavatory, restaurant table
-
- indoor TV aerial
-
- indoor photography, plant, shoes
-
-
- indoor athletics βρετ
- d'intérieur jeu
- indoor
-
- houseplant, indoor plant
-
- indoor
- jeu d'intérieur ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ
- indoor game
στο λεξικό PONS
indoor [ˈɪndɔ:ʳ, αμερικ ˌɪnˈdɔ:r] ΕΠΊΘ
- indoor plant
-
indoor [ˌɪn·ˈdɔr] ΕΠΊΘ
- indoor plant
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- indoor activities
- indoor plant