στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


indoor [βρετ ˈɪndɔː, αμερικ ˈɪndɔr] ΕΠΊΘ
- indoor sport, competition
- indoor
- indoor pool, tennis court
-
- indoor restaurant table
-
- indoor TV aerial
-
- indoor photography
-
- indoor plant
-


- indoor
- indoor
-
- indoor stadium
-
- houseplant, indoor plant
-
- indoor stadium
-
- indoor
-
- houseplant, indoor plant
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- indoor plant