indrawn [βρετ ɪnˈdrɔːn, ˈɪndrɔːn, αμερικ ˈɪnˌdrɔn] ΕΠΊΘ
1. indrawn (drawn in):
- indrawn breath
-
2. indrawn:
- indrawn (introspective)
-
- indrawn (introvert)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.