στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
outdoor [βρετ ˈaʊtdɔː, αμερικ ˈaʊtˌdɔr] ΕΠΊΘ
- outdoor life, sport, cinema, entertainment, restaurant, sports facilities
-
- outdoor person
-
- outdoor clothing
-
- outdoor shoes
-
στο λεξικό PONS
-
- outdoor
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.