στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. orderly [βρετ ˈɔːd(ə)li, αμερικ ˈɔrdərli] ΕΠΊΘ
1. orderly (well-regulated):
2. orderly (calm):
- orderly crowd, demonstration, debate
-
II. orderly [βρετ ˈɔːd(ə)li, αμερικ ˈɔrdərli] ΟΥΣ
1. orderly:
- orderly ΣΤΡΑΤ
- piantone αρσ
- orderly ΙΣΤΟΡΊΑ
- attendente αρσ
2. orderly ΙΑΤΡ:
- orderly
- inserviente αρσ θηλ
nursing orderly [ˈnɜːsɪŋˌɔːdəlɪ] ΟΥΣ
- nursing orderly
-


στο λεξικό PONS


I. orderly <-ies> [ˈɔ:r·dɚ·li] ΟΥΣ
1. orderly (hospital attendant):
- orderly
- inserviente αρσ θηλ
2. orderly ΣΤΡΑΤ:
- orderly
- piantone αρσ
II. orderly <-ies> [ˈɔ:r·dɚ·li] ΕΠΊΘ
2. orderly (well-behaved):
- orderly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.