στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. attendant [βρετ əˈtɛnd(ə)nt, αμερικ əˈtɛndənt] ΕΠΊΘ τυπικ
II. attendant [βρετ əˈtɛnd(ə)nt, αμερικ əˈtɛndənt] ΟΥΣ
1. attendant:
2. attendant (for bride etc.):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Laurie
- laurite
- lav
- lava
- lavabo
- lavatory attendant
- lavatory humour
- lavatory paper
- lave
- lavender
- lavender blue