στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. heavyweight [βρετ ˈhɛvɪweɪt, αμερικ ˈhɛviˌweɪt] ΟΥΣ
1. heavyweight ΑΘΛ:
2. heavyweight μτφ, οικ:
light heavyweight [αμερικ ˈˌlaɪt ˈhɛviˌweɪt] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. heavyweight ΕΠΊΘ
2. heavyweight (cloth):
- heavyweight
-
3. heavyweight (important):
- heavyweight
-
II. heavyweight ΟΥΣ
- heavyweight μτφ
-
-
- heavyweight championship
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.