Oxford Spanish Dictionary


I. heavyweight [αμερικ ˈhɛviˌweɪt, βρετ ˈhɛvɪweɪt] ΟΥΣ ΑΘΛ
II. heavyweight [αμερικ ˈhɛviˌweɪt, βρετ ˈhɛvɪweɪt] ΕΠΊΘ
light heavyweight ΟΥΣ (in boxing, wrestling)
- light heavyweight
-
στο λεξικό PONS


I. heavyweight ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.