στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
drama documentary ΟΥΣ TV
drama [βρετ ˈdrɑːmə, αμερικ ˈdrɑmə] ΟΥΣ
1. drama:
2. drama (acting, directing):
I. documentary [βρετ dɒkjʊˈmɛnt(ə)ri, αμερικ ˌdɑkjəˈmɛnt(ə)ri] ΟΥΣ
II. documentary [βρετ dɒkjʊˈmɛnt(ə)ri, αμερικ ˌdɑkjəˈmɛnt(ə)ri] ΕΠΊΘ
documentary film, realism, technique, source:
στο λεξικό PONS
drama [ˈdrɑ:·mə] ΟΥΣ
2. drama ΘΈΑΤ:
I. documentary <-ies> [ˌdɑ:k·jə·ˈmen·t̬ɚ·i] ΟΥΣ
II. documentary [ˌdɑ:k·jə·ˈmen·t̬ɚ·i] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- drainer
- draining
- draining board
- drain off
- drainpipe
- drama documentary
- drama school
- dramatic
- dramatically
- dramatics
- dramatic society