στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
buoyant [βρετ ˈbɔɪənt, αμερικ ˈbɔɪənt, ˈbujənt] ΕΠΊΘ
1. buoyant:
2. buoyant (cheerful):
- buoyant person, personality
-
- buoyant mood, spirits
-
- buoyant tread, step
-
- buoyant effect
-
3. buoyant ΟΙΚΟΝ:
- buoyant economy
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.