στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
behavioural science [αμερικ bəˈheɪvjərəl ˌsaɪəns, biˈheɪvjərəl ˌsaɪəns] ΟΥΣ
behavioural, behavioral [βρετ bɪˈheɪvjər(ə)l, αμερικ bəˈheɪvjərəl] ΕΠΊΘ
- behavioural change, problem
-
- behavioural disorder, theory
-
science [βρετ ˈsʌɪəns, αμερικ ˈsaɪəns] ΟΥΣ
1. science:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- begum
- begun
- behalf
- behave
- behavior
- behavioural science
- behaviourism
- behaviourist
- behaviour therapy
- behead
- beheading