Oxford Spanish Dictionary
tho' [αμερικ ðoʊ, βρετ ðəʊ, θəʊ]
tho' → though
I. though [αμερικ ðoʊ, βρετ ðəʊ] ΣΎΝΔ
1.1. though (despite the fact that):
1.2. though (but):
II. though [αμερικ ðoʊ, βρετ ðəʊ] ΕΠΊΡΡ
1. though (nevertheless, however):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.