Oxford Spanish Dictionary
social anthropology ΟΥΣ U
anthropology [αμερικ ˌænθrəˈpɑlədʒi, βρετ ˌanθrəˈpɒlədʒi] ΟΥΣ U
I. social [αμερικ ˈsoʊʃəl, βρετ ˈsəʊʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. social (relating to human society):
1.2. social (relating to rank, status):
2.1. social (relating to social activity):
2.2. social (sociable):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- SOCA
- so-called
- soccer
- soccer player
- soccer team
- social anthropology
- Social Chapter
- Social Charter
- social class
- social climbing
- social club