Oxford Spanish Dictionary
 
  
 scissors [αμερικ ˈsɪzərz, βρετ ˈsɪzəz] ΟΥΣ
1. scissors + pl ρήμα:
2.1. scissors ΑΘΛ + ενικ ρήμα (in high jump, skating):
2.2. scissors ΑΘΛ + ενικ ρήμα (in wrestling):
2.3. scissors ΑΘΛ + ενικ ρήμα:
-  scissors, a. scissors kick (in gymnastics)
-  tijereta θηλ
-  scissors, a. scissors kick (in gymnastics)
-  tijeras θηλ πλ
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 