Oxford Spanish Dictionary
rein [αμερικ reɪn, βρετ reɪn] ΟΥΣ
1. rein ΙΠΠΑΣ:
I. rein in ΡΉΜΑ [αμερικ reɪn -, βρετ reɪn -] (v + o + adv, v + adv + o)
rein back ΡΉΜΑ [αμερικ reɪn -, βρετ reɪn -]
rein back → rein in
στο λεξικό PONS
-
- reins πλ
-
- reins πλ
-
- reins πλ
-
- reins πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.