Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
queasy <-ier, -iest> [ˈkwi:zi] ΕΠΊΘ
2. queasy μτφ (unsettled):
- bascoso (-a)
- queasy
queasy <-ier, -iest> [ˈkwi·zi] ΕΠΊΘ
2. queasy μτφ (unsettled):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.