στο λεξικό PONS
bascoso (-a) ΕΠΊΘ
1. bascoso ΙΑΤΡ:
- bascoso (-a)
-
2. bascoso Κολομβ, Ισημερ (nauseabundo):
- bascoso (-a)
-
3. bascoso Κολομβ, Ισημερ (indigno):
- bascoso (-a)
-
- bascoso (-a)
-
4. bascoso Κολομβ, Ισημερ (obsceno):
- bascoso (-a)
-
bascoso (-a) [bas·ˈko·so, -a] ΕΠΊΘ
1. bascoso Κολομβ, Ισημερ (nauseabundo):
- bascoso (-a)
-
2. bascoso Κολομβ, Ισημερ (indigno):
- bascoso (-a)
-
- bascoso (-a)
-
3. bascoso Κολομβ, Ισημερ (obsceno):
- bascoso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.