Oxford Spanish Dictionary
immense [αμερικ ɪˈmɛns, βρετ ɪˈmɛns] ΕΠΊΘ
- immense object/problem/difference
-
- immense object/problem/difference
-
- immense person
-
- to my immense gratification
-
στο λεξικό PONS
- inmenso (-a)
- immense
-
- immense
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.