Oxford Spanish Dictionary
 
  
 immensely [αμερικ ɪˈmɛnsli, βρετ ɪˈmɛnsli] ΕΠΊΡΡ
1. immensely enjoy/like:
-  immensely
-  
2. immensely popular/powerful:
 
  
 -  
-  immensely
στο λεξικό PONS
immensely ΕΠΊΡΡ
-  immensely
-  
immensely ΕΠΊΡΡ
-  immensely
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
