Oxford Spanish Dictionary
fellowship [αμερικ ˈfɛloʊˌʃɪp, βρετ ˈfɛlə(ʊ)ʃɪp] ΟΥΣ
1.2. fellowship ΠΑΝΕΠ C (endowment):
- fellowship
-
2.1. fellowship U (companionship):
- fellowship λογοτεχνικό
-
- fellowship λογοτεχνικό
- compañerismo αρσ
2.2. fellowship U ΘΡΗΣΚ:
- fellowship
- comunión θηλ
3. fellowship U (fraternity, association):
- fellowship
- fraternidad θηλ
I. fellow [αμερικ ˈfɛloʊ, βρετ ˈfɛləʊ] ΟΥΣ
1.1. fellow (man):
2. fellow (member):
3. fellow (companion):
II. fellow [αμερικ ˈfɛloʊ, βρετ ˈfɛləʊ] ΕΠΊΘ προσδιορ
στο λεξικό PONS
fellowship [ˈfeləʊʃɪp, αμερικ -oʊ-] ΟΥΣ
1. fellowship χωρίς πλ (comradely feeling):
- fellowship
- compañerismo αρσ
2. fellowship τυπικ (group):
- fellowship
- asociación θηλ
- fellowship
- sociedad θηλ
3. fellowship ΠΑΝΕΠ:
- research fellowship
-
fellowship [ˈfel·oʊ·ʃɪp] ΟΥΣ
1. fellowship (comradely feeling):
- fellowship
- compañerismo αρσ
2. fellowship τυπικ (group):
- fellowship
- asociación θηλ
- fellowship
- sociedad θηλ
3. fellowship ΠΑΝΕΠ:
- research fellowship
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- research fellowship