Oxford Spanish Dictionary
eventual [αμερικ əˈvɛn(t)ʃ(u)əl, βρετ ɪˈvɛn(t)ʃʊ(ə)l] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. eventual (later, resulting):
2. eventual (possibly resulting):
- eventual
- eventual
στο λεξικό PONS
eventual [ɪˈventʃʊəl] ΕΠΊΘ
- eventual
-
eventual [ɪ·ˈven·tʃʊ·əl] ΕΠΊΘ
- eventual
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.