Oxford Spanish Dictionary
salary <pl salaries> [αμερικ ˈsæl(ə)ri, βρετ ˈsaləri] ΟΥΣ
basic [αμερικ ˈbeɪsɪk, βρετ ˈbeɪsɪk] ΕΠΊΘ
1. basic (fundamental):
2. basic (simple, rudimentary):
BASIC ΟΥΣ U
BASIC → Beginners' All-purpose Symbolic Instruction Code
στο λεξικό PONS
I. basic [ˈbeɪsɪk] ΕΠΊΘ
I. basic [ˈbeɪ·sɪk] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- bash into
- bash on
- bash out
- bash up
- basic
- basic salary
- basic vocabulary
- basic wage
- basil
- basilica
- basilisk