στο λεξικό PONS
I. year·ly [ˈjɪəli, αμερικ ˈjɪr-] αμετάβλ ΕΠΊΘ
II. year·ly [ˈjɪəli, αμερικ ˈjɪr-] αμετάβλ ΕΠΊΡΡ
- yearly
-
I. half-ˈyear·ly ΕΠΊΘ
- half-yearly
-
- bi-yearly
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
yearly rate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- yearly rate
- Jahresrate θηλ
- yearly rate
- Jahressatz αρσ
yearly high ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- yearly high
- Jahreshöchstkurs αρσ
yearly low ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- yearly low
- Jahrestiefstkurs αρσ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.