στο λεξικό PONS
ware·house ˈman·age·ment ΟΥΣ no pl
I. man·age·ment [ˈmænɪʤmənt] ΟΥΣ
1. management no pl of business:
2. management + ενικ/pl ρήμα (managers):
3. management no pl (handling):
II. man·age·ment [ˈmænɪʤmənt] ΟΥΣ modifier ΟΙΚΟΝ
management ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
warehouse management ΟΥΣ ΤΜΉΜ
management ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- wardrobe trunk
- wardrobing
- wardroom
- wardship
- ware
- warehouse management
- warehouse receipt
- warehouse warrant
- warehousing
- wares
- warfare