 
  
 truth·ful [ˈtru:θfəl] ΕΠΊΘ
1. truthful (true):
-  truthful answer
-  wahr <wahrer, am wahrsten>
3. truthful (not lying):
-  truthful
-  
4. truthful (accurate):
-  truthful
-  
 
  
 -  
-  truthful
-  
-  truthful
-  
-  truthful
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
