tricky [ˈtrɪki] ΕΠΊΘ
1. tricky (deceitful):
- tricky
-
2. tricky (sly):
3. tricky (awkward):
- tricky situation
-
- tricky situation
-
5. tricky (skilful):
- tricky
-
-
- tricky
-
- tricky
-
- tricky οικ
-
- tricky
-
- tricky
-
- tricky οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.