στο λεξικό PONS
trad·er [ˈtreɪdəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. trader (person):
- trader ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-
2. trader (ship):
ˈfur trad·er ΟΥΣ
com·peti·tive ˈtrad·er ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈslave trad·er ΟΥΣ ιστ
ex·ˈchange trad·er ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
ˈfu·tures trad·er ΟΥΣ
sole trader ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
examination by exchange traders ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
trader ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
competitive trader ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
exchange trader ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
sole trader ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Einzelfirma θηλ
-
- Einzelkaufmann αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.