tights [taɪts] ΟΥΣ πλ
1. tights (leggings):
- tights
-
2. tights αμερικ, αυστραλ (for dancing/aerobics etc.):
- tights
- Leggings pl
- tights
- Gymnastikhose θηλ
fish·net ˈtights ΟΥΣ πλ
- fishnet tights
- Netzstrumpfhose θηλ
- ribbed tights
-
- Netzstrumpfhose θηλ
- fishnet tights ουσ πλ
- Netzstrumpfhose θηλ
- mesh tights ουδ πλ
-
- tights ουσ πλ
-
- opaque tights ουσ πλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.