στο λεξικό PONS
con·sor·tium <pl -s [or -tia]> [kənˌsɔ:tiəm, pl -tiə, αμερικ -ˈsɔ:rt̬iəm, pl -t̬iə] ΟΥΣ
1. consortium ΟΙΚΟΝ:
2. consortium ΝΟΜ:
tar·iff [ˈtærɪf, αμερικ esp ˈter-] ΟΥΣ
1. tariff τυπικ esp βρετ:
2. tariff ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ:
tariff ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
consortium ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
-
- Konsortium ουδ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
tariff consortium ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.